- υποπαραθυρεοειδισμός
- ο, Ν ιατρ. ανεπαρκής έκκριση παραθυρεοειδούς ορμόνης, προκαλούμενη συνήθως από τυχαία αφαίρεση ενός ή περισσότερων παραθυρεοειδών σωματίων κατά τη διάρκεια εκτέλεσης θυρεοειδεκτομής, σπανιότερα πρωτοπαθώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypoparathyroidism < υπ(ο)-* + παρ(α)-* + θυρεοειδής + κατάλ. -ισμός* (βλ. λ. θυρεοειδής)].
Dictionary of Greek. 2013.